τερψίμβροτος

τερψίμβροτος
τερψίμβροτος
gladdening the heart of man
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τερψίμβροτος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που τέρπει τους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω + μβροτος (< βροτός* «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός). Για τα σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος βλ. λ. τέρπω] …   Dictionary of Greek

  • τερψίμβροτον — τερψίμβροτος gladdening the heart of man masc/fem acc sg τερψίμβροτος gladdening the heart of man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερψιμβρότου — τερψίμβροτος gladdening the heart of man masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερψιμβρότων — τερψίμβροτος gladdening the heart of man masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερψίμβροτε — τερψίμβροτος gladdening the heart of man masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Terpsimbrotos — is a type of linguistic compound (inflectional verbal compounds, German verbales Rektionskompositum ), on a par with the bahuvrihi and tatpurusha types. It is derived from a finite verbal phrase, the verbal inflection still visible at the… …   Wikipedia

  • Σωσικόλωνος — ἡ, Α προσωνυμία τής Αρτέμιδος, που προστάτευε τις κολώνες, τις βουνοκορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + κόλωνος (< κολώνη «ύψωμα, λόφος, κορυφή»), πρβλ. υψικόλωνος] …   Dictionary of Greek

  • Τερψιχόρη — Η πέμπτη από τις 9 Μούσες της Πιερίας, προστάτιδα των χορικών και της ορχηστικής τέχνης. Την παριστάνουν πάντα να κρατάει ως σύμβολα πότε λύρα ή τρίγωνο, πότε αυλούς, κιθάρα ή ψαλτήρι. Είχε για ιερό φυτό της τον κισσό, και συνόδευε πάντοτε τον… …   Dictionary of Greek

  • ένοσις — ἔνοσις, η (Α) κλονισμός, σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως. Η υπόθεση ότι ένοσις < *εν Fοθ τις (πρβλ. ωθώ) αίρεται από το ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα θ τ τής Αρχαίας εξελίσσεται σε στι (πρβλ. πύστις / πεύσις) και επί πλέον δεν υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • ακεσίμβροτος — ἀκεσίμβροτος, ο (Α) αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός πρβλ. τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”